- ευοδώ
- (ΑΜ εὐοδῶ, -έω) [εύοδος]1. (για τρεχούμενο νερό) έχω ελεύθερο δρόμο, εύκολο πέρασμα («τοῡτο [ὕδωρ] εἰσπῑπτον εἰς τὴν ὁδόν, ἧ μὲν ἄν εὐοδῇ, φέρεται κάτω», Δημοσθ.)2. (για σωματικές εκκρίσεις) ρέω εύκολα3. (παθ. απρόσ.) εὐοδεῑταιυπάρχει ελεύθερη δίοδος4. μτφ. ευτυχώ, ευημερώ, πηγαίνω καλά («εὐοδῶν πορεύομαι», Θεόπομπ.)5. (προστακτ. για ευχή) πήγαινε στο καλό («χαῑρε σὺ κεὐόδει», επιγρ.)6. συμφωνώ, συμβαδίζω, ταιριάζω με κάτι («ἀπόδειξις εὐοδοῡσα πρὸς τὰ συμπεράσματα», Δαμάσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.